δίχρονα

δίχρονα
δίχρονος
of two quantities
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι …   Dictionary of Greek

  • μεταβολικός — ή, ό (Α μεταβολικός, ή όν) [μεταβολή] νεοελλ. ο σχετικός με τον μεταβολισμό (α. «μεταβολική αντίδραση» β. «μεταβολική νόσος») 2. β) «βασικός μεταβολικός ρυθμός» βιολ. άλλη ονομασία τού βασικού μεταβολισμού αρχ. 1. ευμετάβολος, ευμετάβλητος 2.… …   Dictionary of Greek

  • υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • φωνήεν — εντος, το / φωνῆεν, ΝΜΑ 1. γραμμ. φθόγγος που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του, που μπορεί να σχηματίσει μόνος του συλλαβή (α. «τα φωνήεντα είναι επτά, τα: α, ε, η, ι, ο, υ και ω» β. «φωνήεντα δὲ ἐστι τῶν στοιχείων ἑπτά», Διογ. Λαέρ.) 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • φωνήεντα — Οι φθόγγοι που εκφωνούνται μόνοι τους και που μπορούν να αποτελέσουν μία συλλαβή. Όποια γράμματα του αλφαβήτου έχουν δυνατή φωνή, ονομάζονται φ. Τα γράμματα αυτά είναι 7, τα εξής: α, ε, η, ι, ο, υ, ω. Ενώ τα σύμφωνα δεν προφέρονται μόνα τους, τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”